- φιλόχρησμος
- φῐλό-χρησμος, ον,A fond of oracles, cj. in Rhetor. in Cat.Cod.Astr. 8(4).147.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόχρησμος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν οι χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χρησμός] … Dictionary of Greek